- ἀρρίζωτοι
- ἀρρίζωτοςnot rootedmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
безкореньнъ — (1*) нар. Не имеющий корней. Перен.: не пріносѩще труда и бескореньни. о нихъ же тако реку. и бесплодии нѣкако ˫авѩть(с). (ἀῤῥίζωτοι) ФСт XIV, 8а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αρρίζωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει βγάλει ρίζες 2. εκείνος που δεν έχει ριζώσει, δεν έχει στεριώσει κάπου («Κ ήρθαν οι γύφτοι που ξεπέσαν / κι αρρίζωτοι ψευτορριζώσαν», Κ. Παλαμάς) … Dictionary of Greek